- φτ(ε)ιάσιμο
- τό1) приведение в порядок; 2) изготовление; сооружение; постройка; создание; 3) приготовление (пищи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτ(ε)ιάσιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] … Dictionary of Greek
καλοήθεια — η (Μ καλοήθεια) [καλοήθης] η ιδιότητα τού καλοήθους, χρηστότητα ηθών, αγνότητα, αγαθότητα, καλός χαρακτήρας ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσους και όγκους) το να μην έχει μοιραία έκβαση, το ιάσιμο … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάξιμο — το, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειαξ τού αορ. έ φτειαξ α τού ρ. φτειάχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, ψάξ ιμο)] … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάση — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. η (πρβλ. βράσ η)] … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιασιά — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού ρ. φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] … Dictionary of Greek
ιάσιμος — η, ο θεραπεύσιμος: Ιάσιμο νόσημα ή τραύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)